- μίκρασπις
- μίκρασπις και σμίκρασπις, -ιδος, ό και ἡ (Α)αυτός που έχει μικρή ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. ρίψ-ασπις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικράσπιδα — μίκρασπις with small shield masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σμίκρασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α βλ. μίκρασπις … Dictionary of Greek